- υδροκορτιζόνη
- ημία από τις φυσικές ορμόνες του φλοιού των επινεφριδίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροκορτιζόνη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση τής ομάδας τών στεροειδών, η οποία αποτελεί την κύρια ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση τών μεταβολικών διεργασιών ή παρασκευάζεται συνθετικά, χρησιμοποιούμενη ως… … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek